αμέργω

αμέργω
(Α ἀμέργω)
(ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ, ξεριζώνω» και όχι απλώς «συγκομίζω, συγκεντρώνω». Το ρήμα χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση τής συγκομιδής φρούτων ή λουλουδιών. Στους Αλεξανδρινούς ποιητές απαντά συνήθως στη μέση φωνή και αναφέρεται στο μάζεμα φύλλων ή λουλουδιών. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Είναι πιθανό να συνδέεται με το ρ. ὀμόργνυμι* «απομάσσω, σκουπίζω, στεγνώνω» και επομένως και με το σανσκριτ. mārjmi «τρίβω, εξαλείφω, διαγράφω» καθώς και με τις λατιν. λ. mergae «θεριστικό δίκρανο», merges «δέσμη από στάχυα».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοργεύς, ἀμόργη, ἀμοργός, ἄμοργμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμέργω — pluck pres subj act 1st sg ἀμέργω pluck pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεργόμενον — ἀμέργω pluck pres part mp masc acc sg ἀμέργω pluck pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέργουσιν — ἀμέργω pluck pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμέργω pluck pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεργομένη — ἀμέργω pluck pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεργομένην — ἀμέργω pluck pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεργομένῃ — ἀμέργω pluck pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεργόμεναι — ἀμέργω pluck pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεργόμενοι — ἀμέργω pluck pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεργόμενος — ἀμέργω pluck pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμερξάμεναι — ἀμέργω pluck aor part mid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”